- απαρέμφατο
- Άκλιτος τύπος του ρήματος που δεν φανερώνει πρόσωπο και αριθμό όπως οι άλλες εγκλίσεις. Το α., που υπάρχει σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, προέρχεται από διάφορους ονοματικούς τύπους, πρόκειται δηλαδή για ρηματικό ουσιαστικό. Αργότερα, πήρε ρηματικό χαρακτήρα και είχε όλες τις ιδιότητες του ρήματος (χρόνο, διάθεση, έγκλιση). Στην αρχαία ελληνική γλώσσα, το α. είχε διάφορους τύπους ανάλογα με τις διαλέκτους: κατάληξη σε -ναι (λυθήναι), σε -μεναι (δόμεναι), σε -μεν (δόμεν), σε -ειν (λύειν) κλπ. Άλλος τύπος α. είναι αυτό που συντασσόταν με άρθρο (έναρθρο), ξαναγινόταν δηλαδή από ρηματικός τύπος ουσιαστικό (το είναι). Αυτός o τύπος, στην πορεία και ιδιαίτερα τα βυζαντινά χρόνια, εκτόπισε τα άλλα α. για να παραχωρήσει τελικά και αυτός τη θέση του σε άλλες μορφές έκφρασης, δηλαδή στις τελικές ή ειδικές προτάσεις (λέμε π.χ. «με το να μου γράφεις, δεν σημαίνει πως...»). Στη σημερινή γλώσσα δεν υπάρχει α. Συναντάται μόνο σε ορισμένες τυποποιημένες εκφράσεις, π.χ. προς το θεαθήναι ή το είναι και το γίγνεσθαι κλπ. Το α. το χρησιμοποιούσαν τις περισσότερες φορές ως υποκείμενο απρόσωπου ρήματος ή αντικείμενο.
* * *το (Α ἀπαρέμφατος, -ον) [παρεμφαίνω]αρχ.-μσν.επίρρ. άπαρεμφάτωςακαθόριστα, απροσδιόριστααρχ.αυτός που δεν ορίζει, δεν φανερώνει κάτι(Γραμμ.) ο κατ' εξοχήν ρηματικός τύπος με λειτουργία τόσο ονοματική όσο και ρηματική.
Dictionary of Greek. 2013.